κακοηθως

κακοηθως
    κακοήθως
    κᾰκοήθως
    злобно, со злостью Dem., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κακοηθως" в других словарях:

  • κακοηθῶς — κακοήθης ill disposed adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοήθως — κακοήθης ill disposed indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… …   Dictionary of Greek

  • κακομήχανος — κακομήχανος, ον (AM, Α δωρ. τ. κακομάχανος, ον) 1. αυτός που επινοήθηκε κακοήθως, πανούργος, δόλιος 2. ολέθριος, καταστρεπτικός («κακομήχανος ἔρις», Ομ. Ιλ.). επίρρ... κακομηχάνως (Μ) με κακομήχανο, πανούργο τρόπο, ολέθρια, καταστρεπτικά. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • παρεμφαίνω — ΝΑ [εμφαίνω] φανερώνω κάτι με έμμεσο ή πλάγιο τρόπο («τὴν αὑτοῡ παρεμφαῑνον ὄψιν», Πλάτ.) νεοελλ. υποδηλώνω, υποσημαίνω αρχ. 1. δηλώνω, δείχνω, παρουσιάζω («κακοἡθως δὲ παρεμφαίνουσιν οἱ κωμικοί», Πλούτ.) 2. (για οσμή) μοιάζω («παρεμφαίνειν ὀσμήν …   Dictionary of Greek

  • ՉԱՐԱԲԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0564 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 9c, 11c, 12c, 13c գ. κακοήθεια, κακοφροσύνη, ἁγνωμοσύνη malignitas, improbitas, nequitia եւն. Չարաբարոյ գոլն. չար բարք. չարակամութիւն. անզգամութիւն. եւ Տմարդութիւն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»